Είμαι σχεδόν τρεις δεκαετίες σουβλιτζής στη Λευκωσία. Αυτό ήθελα να κάνω με τη γυναίκα μου και το αγαπούμε πολύ. Είναι η ίδια μας η ζωή. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Η κόρη μου λέει ότι το σουβλιτζίδικό μας είναι το πρώτο μας σπίτι και εκείνο που έχουμε τα κρεβάτια μας είναι το δεύτερο.
Κουραστήκαμε πολλά όμως. Δεν είμαστε μεγάλοι σε ηλικία όμως. Μας κούρασαν οι απαιτήσεις, οι ιδιοτροπίες, τα αδικαιολόγητα παράπονα των πελατών και οι παραξενιές τους. Όλα αυτά άρχισαν να γίνονται πιο βασανιστικά για εμάς μόλις ήρθε ο κορωνοϊός. Δεν ξέρω γιατί.
Το πιο βασανιστικό από όλα είναι οι παραγγελίες που γίνονται τόσο φασαριόζικες, που κάθε νύχτα που πάω σπίτι είμαι με τα νεύρα. Όταν, για μια παραγγελία 6 πιτών, εχάσαμε 10 λεπτά με διευκρινιστικά σχόλια και υποδείξεις που την πελάτισσα, τότε καταλαβαίνετε τι περνούμε:
Κύριε Α….., στην πρώτη πίτα με σουβλάκια, μόνο ντομάτα και μαϊντανό. Θέλει τα σόζουμα. Όι πολλά σόζουμα όμως, να μεν έχουμε πρόβλημα.
Στη μιξ μεν της βάλεις μέσα κραμπί. Ξερόψηστα τα τούτα. Θέλει ξιδάτα μέσα. Βάλε κάμποσα.
Ααααα, την άλλη μιξ μοίραστην που τη μέση. Στο ένα μισό μεν βάλεις ντομάτα γιατί θα την πάρει στη δουλειά αύριο. Ξέρεις, να μεν μουσιέψει η πίτα.
Τώρα, τις τρεις με κοτόπουλο. Ένα λεπτό, κύριε Α……. μου, να ρωτήσω τες κορούες.
Για να μην σας κουράζω εγώ τώρα, εχάσαμε ακόμα ένα πεντάλεπτο με επεξηγήσεις για τις τρεις πίτες με κοτόπουλο, και ευτυχώς δεν εκάμαν οι συγκεκριμένες μετά τηλέφωνο για παράπονα του τύπου: «Μα σας είπα, όι πολύ μαϊντανό. Μα εν τα ήθελα τόσο ξεροψημένα. Μα εν πιο μιτσιές οι σεφταλιές σήμερα…»
Αν συνεχίσει έτσι η κατάσταση, εγώ παραδίδω τα όπλα. Το ανησυχητικό είναι ότι τα όπλα εν θέλει να τα παραλάβει ούτε η κόρη μου ούτε ο γιος μου. Απυήδησαν κι αυτοί από το ξεκίνημά τους.
(Ευχαριστώ πολύ την κόρη μου που με βοήθησε να γράψω την επιστολή.)