H Μπέμπα, στα καλύτερά της. Τελεία και παύλα.

(By food critic Nick Andrew)

Για εσένα που ξέρεις την Μπέμπα για την οποία αναφέρομαι, δε θες και πολλά να με πιστέψεις. Για εσένα που είσαι δύσπιστος ή ακόμα δεν την έχεις επισκεφτεί, κάνε το πρώτο βήμα, σήκωσε το ακουστικό αρκετές μέρες πριν – και το εννοώ – και κράτησε ένα από τα όμορφά της τραπέζια. Παρασκευή βραδάκι εμείς πάντως, είχαμε κρατημένο ένα από τα τραπέζια της πίσω αυλής. Μιας αυλής, σκέτη υπερπαραγωγή, που έχει πνιγεί στο πράσινο και φωτιστεί με μικροσκοπικά λαμπιόνια, που δημιουργούν όλα μαζί ένα σκηνικό μαγικό.

Λίγο η κληματαριά και τα εσπεριδοειδή που έχουν γίνει σαν πράσινες ομπρέλες, λίγο το σπίτι της δεκαετίας του εξήντα και κάτι που πολιορκεί τον χώρο και πιο πολύ οι άνθρωποί της, συμπληρώνουν αυτό το παζλ που τόσο αγαπήσαμε και τόσο αγαπάμε. Ο Θωμάς, που τι να πρωτοπώ για τον ιδιοκτήτη και την ψυχή του χώρου και οι διαλεγμένοι ένας ένας και εκπαιδευμένοι συνοδοιπόροι του στη σάλα, θα πρωταγωνιστήσουν κι αυτοί στο δίωρο και βάλε γαστρονομικό σου επεισόδιο. Πρώτα πρώτα χαρίζοντάς σου το χαμόγελό τους, αλλά ως επί το πλείστον, καθοδηγώντας σε στα γευστικά μονοπάτια του βραβευμένου σεφ Βαρνάβα Ηλία. Ψωμάκι ζυμωτό και σκουρόχρωμο, ελιές και πιπεράκια για ξεκίνημα, η κάρτα φαγητών τυπωμένη στο σουπλά και αυτή με τα πιάτα ημέρας, ανά χείρας, με μας για ακόμη μια φορά, να διερωτόμαστε τι να μην πάρουμε από το μενού, παρά το τι θα επιλέξουμε.

Δυο κάρτες γεμάτες ταξίδια σε θάλασσα και στεριά, με επώνυμους παραγωγούς και προϊόντα να πρωταγωνιστούν, με σημαία τη φρεσκάδα της πρώτης ύλης, τη δημιουργικότητα, σε αγαστή σχέση με την αυθεντικότητα, αλλά και την πολυποικιλότητα. Μια λέξη που αγαπώ και υποδηλοί στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη δημιουργία μιας εδεσματολογικής κάρτας που να μην διώχνει κανένα θαμώνα, αλλά να προσελκύει τους πάντες γιατί σέβεται τους σχαρολάτρεις, τους φίλους του κρέατος και του ψαριού, τους έχοντες πάθος με τα ωμά ψαρικά, τους θιασώτες των χορτοφαγικών, vegan πιάτων ή των χαμηλοθερμιδικών φαγητών. Αυτή είναι η Μπέμπα και για αυτό αρέσει. Αρέσει γιατί το σεβίτσε μελάνας του που έφτασε κοντά μας, πήρε άριστα, ήταν φρεσκότατο, λεμονάτο όσο πρέπει και ταξιδιάρικο.

 

Το ταρτάρ τόνου μπαλανσαρισμένο, με αβοκάντο και παιχνιδιάρικες υφές, η ντοματοσαλάτα με διαλεκτά ντοματίνια, ώριμο χαλούμι, δυόσμο και χαρουπο – κρουτόνια, σκέτη μαγεία. Υπέροχη και κλασική αξία και η καπνιστή μελιτζανοσαλάτα της Μπέμπας, που θα παρακαλέσω τον Θωμά να μην τολμήσει να την αποσύρει ποτέ από το μενού. Η ξυλοφουρνιστή πίτα με γραβιέρα, δεν χρειάζεται συστάσεις γιατί είναι πλέον από μόνη της προορισμός, όπως είναι και το κριθαρώτο με Μυτιληνιό κατσικάκι, που δεν παίζεται, το οποίο παίρνει τα πάνω του με μια ιδέα κύμινο, μια νότα κανέλα και άφθονη, τριμμένη υπόξινη αναρή για να απογειώσει το όλο πιάτο.

 

Η σφυρίδα ήταν όλα τα λεφτά, άριστα ψημένη με κριτσανιστή πετσούλα, που τα βρήκε υπέροχα στο πιάτο με τραγανό κρίταμο, baby λαχανικά και κονκασέ ντομάτα για δροσιά και διακριτικές οξύτητες. Δε θα σου πω πολλά για τα γλυκά για να μην σου τρέξουν κι άλλο τα σάλια, μα οφείλω να σε ενημερώσω ότι ο all time classic, μπακλαβάς με άφθονο – δεν χρησιμοποιώ λέξεις που υπερβάλλουν – πιστάτσιο, που ήταν ορθά αλεσμένο και δυνατό σε αρώματα, μαζί με παγωτό μαστίχα υψηλής ποιότητας, είναι ένα γλυκό που ενεργοποιεί ασυναίσθητα ακόμη και τώρα που αναφέρομαι σε αυτό, τους σιελογόνους μου αδένες.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

Σατιρικό Θέατρο: Τελευταίες παραστάσεις για το έργο “O Φάρος” του Conor McPherson

Το Σατιρικό θέατρο παρουσιάζει τις τελευταίες παραστάσεις του συνταρακτικού έργου «O Φάρος» του πολυβραβευμένου Ιρλανδού συγγραφέα Conor McPherson, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη – Αθανασίας Σμαραγδή